Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΤΡΟΠΙΚΑ ΔΑΣΗ
Οι περιοχές των τροπικών δασών βρίσκονται στη Νότια Αμερική(γύρω από τον ισημερινό), στη Βόρεια Αμερική(ανάμεσα από τον Τροπικό του Καρκίνου και τον ισημερινό), στην Αφρική(κεντρική και δυτική - πάλι γύρω από τον Ισημερινό)και στην Ασία(ΝΑ Ασία - γύρω από τον Ισημερινό επίσης)
Εδώ οι συνθήκες είναι ιδανικές για να δημιουργηθούν τα φυτά, τα οποία αναπτύσσονται συνέχεια και δε χάνουν ποτέ το φύλλωμά τους. Και οι συνθήκες αυτές έχουν να κάνουν α) με την άφθονη υγρασία και τις συνεχείς βροχοπτώσεις και β) με τη θερμοκρασία, η οποία παραμένει σταθερή για όλο το χρόνο(μεταξύ 20 και 30 Β. Κελσίου)
Έτσι, τα δέντρα φθάνουν σε τεράστια ύψη, πολλές φορές και ως 50 μ., έχουν πυκνό φύλλωμα με συνέπεια οι ακτίνες του ήλιου να μην μπορούν να διεισδύσουν έως το έδαφος κι έτσι αυτό να είναι πάντα υγρό και σκεπασμένο από σάπια φύλλα. Από την αποσύνθεση αυτών των φύλλων παράγονται θρεπτικές ουσίες, οι οποίες απορροφούνται από τις ρίζες των δέντρων.
Τα τροπικά δάση αναλογούν στο 50% όλων των δασών του κόσμου και αναπτύσσεται σε αυτά μαζί με την πλούσια χλωρίδα και πλούσια πανίδα. Τα φυτά που ευδοκιμούν εδώ είναι κυρίως πλατύφυλλα δέντρα, τα οποία είναι αειθαλή, επίφυτα, δηλαδή φυτά που προσκολλώνται στα κλαδιά και στους κορμούς των ψηλών δέντρων, χωρίς να βλάπτουν όμως την ανάπτυξή τους και στο έδαφος λίγοι θάμνοι και πόες.
Σε μεγαλύτερη απόσταση από τον Ισημερινό αναπτύσσονται φυλλοβόλα δάση και η σαβάνα. Εκεί επικρατεί μια περίοδο ξηρασίας και μια περίοδο υγρών μουσώνων, δηλαδή συνεχών βροχοπτώσεων.
Τα ζώα των τροπικών περιοχών είναι πολυάριθμα και εξαρτάται από την ήπειρο που εκτείνεται η τροπική ζώνη. Στην Αφρική έχουμε κυρίως έντομα, ερπετά, πουλιά, και φυτοφάγα και σαρκοφάγα ζώα.
Στην Αμερική επίσης συναντάμε και αετούς, παπαγάλους τουκάν, ανακόντες και βόες, ιγκουάνα κλπ
Στην Ασία πάλι συναντάμε και πιθήκους, νεροβούβαλους, πυγμαία γουρούνια και τίγρεις.
Οι παραδοσιακές φυλές που συναντάμε στα τροπικά δάση
είναι οι Πυγμαίοι και οι Μπαντού.
Οι Πυγμαίοι
είναι μια φυλή που ζει στο Τροπικό δάσος της κεντρικής Αφρικής, διασκορπισμένοι σε μικρές ομάδες, επικοινωνούν με τύμπανα και χαρακτηριστικό τους γνώρισμα αποτελεί το μικρό ύψος τους( δεν ξεπερνούν το 1, 40 μ. ενώ και το βάρος τους κυμαίνεται γύρω στα 40 κιλά)
Είναι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες αποκλειστικά από το δάσος, γι αυτό και σέβονται πάρα πολύ το τροπικό δάσος και το προστατεύουν. Έχουν προσαρμοστεί στις δύσκολες συνθήκες του δάσους, αρκούμενοι σε πολύ λίγα αγαθά. Χρησιμοποιούν κλαδιά και φύλλα για να κατασκευάζουν τις καλύβες τους αλλά και τα άλλα καθημερινά τους αντικείμενα. Κάνουν τις δουλειές τους πολύ νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ, λόγω της υψηλής θερμοκρασίας αλλά και υγρασίας που επικρατεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Συχνά, (περίπου ανά δυο μήνες) οι Πυγμαίοι μετακινούνται σε άλλες περιοχές για να εξασφαλίσουν τροφή.
Οι Μπαντού είναι μια ομοεθνία (ομάδα συγγενικών εθνών) για πάνω από 400 εθνοτικές ομάδες (φυλές) στην Αφρική,που τις ενώνει μια κοινή γλωσσική οικογένεια (ομογλωσσία), οι γλώσσες Μπαντού, καθώς και πολλά κοινά ήθη, έθιμα και παραδόσεις. Μέσα στις εντοπισμένες περιοχές, οι Μπαντού γλώσσες μπορούν να είναι λίγο-πολύ αμοιβαία καταληπτές, αλλά οι Μπαντού γλώσσες συνολικά είναι τόσο διαφορετικές όπως Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (γλώσσες της Ινδοευρωπαϊκής ομογλωσσίας, π.χ. ελληνικά, αγγλικά, γερμανικά, κ.τ.λ.). Ο πολιτιστικός χώρος των Μπαντού (κυρίως με βάση την ομογλωσσία τους) εντοπίζεται γεωγραφικά σήμερα στις ακόλουθες περιοχές της υποσαχάρειας (νότια της Ερήμου της Σαχάρας) Αφρικής: από το νότιο Καμερούν ως την νοτιοδυτική Κένυα και από το βόρειοδυτικό τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό μέχρι την Νότια Αφρική.
Εθνοτήτες Μπαντού ανά χώρα στην Αφρική
Η λέξη Μπαντού σημαίνει «άνθρωπος» σε πολλές γλώσσες Μπαντού. Ο Δρ. Wilhelm Bleek χρησιμοποίησε αρχικά τον όρο «bantu» υπό την τρέχουσα έννοιά του το 1862 στο βιβλίο του «A Comparative Grammar of South African Languages». Παρατήρησε πρώτος ότι ένας μεγάλος αριθμός γλωσσών που βρέθηκαν πέρα από την κεντρική, νότια, ανατολική, και δυτική Αφρική είχε τόσα πολλά κοινά χαρακτηριστικά ώστε πρέπει να είναι μέρος μιας ενιαίας ομογλωσσίας. Η βασική διατριβή του Bleek της γλωσσικής συγγένειας έχει επιβεβαιωθεί από πολυάριθμους ερευνητές με τη συγκριτική μέθοδο.
Προέλευση
Η τρέχουσα επικρατούσα εθνολογική θεωρία τοποθετεί το λίκνο (προγονική πατρίδα) των Μπαντού κοντά στα σύγχρονα νοτιοδυτικά σύνορα της Νιγηρίας και του Καμερούν, τουλάχιστον από το 3000 π.Χ., και θεωρεί την ομογλωσσία Μπαντού ως κλάδο της μεγαλύτερης ομογλωσσίας Νίγηρα-Κογκό.
Η εξάπλωση των Μπαντού
Η επέκταση των Μπαντού ήταν μια σειρά φυσικών μεταναστεύσεων που συνοδεύτηκαν και από μια διάδοση του πολιτισμού (της γλώσσας, της τεχνολογίας, των παραδόσεων, κ.ά.) έξω από την αρχική κοιτίδα γύρω και μέσα από τους γειτονικούς πληθυσμούς, και μια δημιουργία των νέων εθνικών ομάδων και κοινωνιών που περιλάμβαναν και την επιγαμία μεταξύ των διάφορων κοινοτήτων
.
Οι Μπαντού (εθνολογικά ή και γλωσσολογικά) ανέπτυξαν νέες μεθόδους στη γεωργία και τη μεταλλουργία, που επέτρεψαν στους πληθυσμούς τους να αποικίσουν νέες περιοχές με ευρεία ποικίλα οικοσυστημάτων και με αυξανόμενες πυκνότητες, βασιζόμενοι στο κυνήγι, στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες το επέτρεπαν.
Η δημιουργία μεγάλου πληθυσμού επιτάχυνε τη διείσδυση νοτιότερα, κυρίως κατά μήκος της ακτής και της ροής των ποταμών της περιοχής, όπου ευνοούνταν η γεωργία. Πρωτοπόρες ομάδες έφτασαν τελικά στο Νατάλ της Νότιας Αφρικής περί το 300 μ.Χ. και στο Τρανσβαάλ περί το 500 μ.Χ.. Μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα σχετικά ισχυρά κράτη Μπαντού σχηματίστηκαν γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες και στη σαβάνα νότια του Κεντροαφρικανικού Τροπικού Δάσους, και κατά μήκος του ποταμού Ζαμπέζη, όπου η Δυναστεία των «Μονοματάπα» βασιλέων έχτισε το περίφημο Συγκρότημα της Μεγάλης Ζιμπάμπουε.
Αυτός ο σταδιακός σχηματισμός ολοένα και μεγαλύτερων κρατών Μπαντού συνεχίστηκε και επιταχύνθηκε μετά το 16ο αιώνα. Ο σχετικά πυκνός πληθυσμός οδήγησε στο σχηματισμό ειδικευμένων τάξεων εργατών και σε αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ, κάνοντας πλέον τη μετανάστευση πιο δύσκολη, και το εμπόριο να αυξάνεται μεταξύ των Αφρικανικών κοινοτήτων και με τους Ευρωπαίους, Σουαχίλ και Άραβες εμπόρους στις ακτές.
.
Οι Μπαντού (εθνολογικά ή και γλωσσολογικά) ανέπτυξαν νέες μεθόδους στη γεωργία και τη μεταλλουργία, που επέτρεψαν στους πληθυσμούς τους να αποικίσουν νέες περιοχές με ευρεία ποικίλα οικοσυστημάτων και με αυξανόμενες πυκνότητες, βασιζόμενοι στο κυνήγι, στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, όπου οι κλιματολογικές συνθήκες το επέτρεπαν.
Η δημιουργία μεγάλου πληθυσμού επιτάχυνε τη διείσδυση νοτιότερα, κυρίως κατά μήκος της ακτής και της ροής των ποταμών της περιοχής, όπου ευνοούνταν η γεωργία. Πρωτοπόρες ομάδες έφτασαν τελικά στο Νατάλ της Νότιας Αφρικής περί το 300 μ.Χ. και στο Τρανσβαάλ περί το 500 μ.Χ.. Μεταξύ 13ου και 15ου αιώνα σχετικά ισχυρά κράτη Μπαντού σχηματίστηκαν γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες και στη σαβάνα νότια του Κεντροαφρικανικού Τροπικού Δάσους, και κατά μήκος του ποταμού Ζαμπέζη, όπου η Δυναστεία των «Μονοματάπα» βασιλέων έχτισε το περίφημο Συγκρότημα της Μεγάλης Ζιμπάμπουε.
Αυτός ο σταδιακός σχηματισμός ολοένα και μεγαλύτερων κρατών Μπαντού συνεχίστηκε και επιταχύνθηκε μετά το 16ο αιώνα. Ο σχετικά πυκνός πληθυσμός οδήγησε στο σχηματισμό ειδικευμένων τάξεων εργατών και σε αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ, κάνοντας πλέον τη μετανάστευση πιο δύσκολη, και το εμπόριο να αυξάνεται μεταξύ των Αφρικανικών κοινοτήτων και με τους Ευρωπαίους, Σουαχίλ και Άραβες εμπόρους στις ακτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου